κακκείοντες

κακκείοντες
κακκείοντες, [dialect] Ep. for κατακείοντες, part. of κατακείω.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακκείοντες — κατάκειμαι lie down fut part act masc nom/voc pl (epic doric) κατάκειμαι lie down fut part act masc nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκονδε — οἶκόνδε (Α) επίρρ. 1. προς την πατρίδα ή προς το σπίτι (α. «οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἰκόνδε ἕκαστος», Ομ. Ιλ. β. «οἶκόνδε ἄγω» οδηγώ τη νύφη στο σπίτι, Ομ. Οδ.) 2. στο δωμάτιο τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. μυχόν δε) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”